- Σαμαρκάνδη
- Πόλη (366 000 κάτ.), στην Δημοκρατία του Ουζμπεκιστάν και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (127 200 τ. χλμ., 2 778 000 κάτ.). Βρίσκεται στα αριστερά του ποταμού Ζεραφσάν, σε μια εκτεταμένη και εύφορη κοιλάδα που ορίζεται στα Β από τα ανάγλυφα του Νουρατάου και στα Ν από τα ανάγλυφα του Ζεραφσάν, στον Υπερκασπιακό σιδηρόδρομο. Είναι μια από τις αρχαιότερες πόλεις της κεντρικής Ασίας και χρονολογείται από την 3η ή 4η π.Χ. χιλιετία. Η πόλη, που κατακτήθηκε από το Μέγα Αλέξανδρο το 329 π.Χ., τον 9o αι. έγινε μεγάλο κέντρο διάδοσης της ισλαμικής θρη-
σκείας και πολιτισμού. Όταν το 1220 καταστράφηκε από τον Τζεγγίς Χαν ανοικοδομήθηκε πιο ωραία από πριν και έφτασε τη μεγαλύτερη λαμπρότητα της ως πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του Ταμερλάνου (1370-1405) όταν είχε πληθυσμό 150 000 κάτ. Ύστερα η πόλη είχε εναλλάξ περιόδους ευημερίας και παρακμής. Όταν την κατέλαβαν οι Ουζμπέκοι το 1499, έγινε κτήση των εμίρηδων της Μπουχάρας κατά το δεύτερο μισό του 18ου αι. Το 1868 περιήλθε στην τσαρική Ρωσία και μετά την Επανάσταση του Οκτωβρίου έγινε πρωτεύουσα του ομόσπονδου κράτους του Ουζμπεκιστάν ως το 1930, όταν πρωτεύουσα έγινε η Τασκένδη. Στα Α της πόλης βρίσκεται ο αρχαιότερος πυρήνας, στα Δ ο τσαρικός ρωσικός πυρήνας, που περιβάλλονται και οι δυο από τις πιο σύγχρονες αστικές και βιομηχανικές συνοικίες. Μεταξύ των μνημείων που έκαναν τη Σ. ένα από τα ωραιότερα κέντρα της κεντρικής Ασίας, είναι το Μαυσωλείο του Ταμερλάνου (1404) και το μεγάλο τέμενος του Μπίμπι Χαν (1399 - 1404). Η Σ. είναι έδρα του πανεπιστήμιου του Ουζμπεκιστάν, καθώς και γεωπονικών, παιδαγωγικών και ιατρικών σχολών και έχει εργοστάσια υφαντουργίας, ειδών διατροφής, ειδών υπόδησης και ένδυσης.
Σαμαρκάνδη: ο μεντρεσές τον Τϊλα Κάρι (17ος αιώνας), στη μεγάλη πλατεία Ριγγιστάν. Η πόλη, πλούσια σε μνημεία ισλαμικής τέχνης, γνώρισε τη μεγαλύτερη λαμπρότητα το 14o αιώνα, ως πρωτεύουσα του Ταμερλάνου.
Χειροποίητα κεντήματα και υφαντά εκτίθενται στη Σαμαρκάνδη (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.